- γυμνόκαρπος
- -η, -ο (AM γυμνόκαρπος, -ον)αυτός που έχει γυμνούς καρπούς, δηλ. χωρίς κέλυφος ή φλούδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνόκαρπος — η, ο (βοτ.), αυτός που έχει τον καρπό χωρίς περίβλημα, χωρίς φλούδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνόκαρπα — γυμνόκαρπος huskless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek